έμμαλλος

έμμαλλος
ἔμμαλος, -ον (AM)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που έχει μακριά μαλλιά
αρχ.
(για πρόβατα) αυτός που έχει πλούσιο τρίχωμα, δασύμαλλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐμμάλλους — ἔμμαλλος woolly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμαλλα — ἔμμαλλος woolly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”